συμπολιτευόμενος

συμπολιτευόμενος
η , ο[ν] принадлежащий к правительственной коалиции, проправительственный;

συμπολιτευόμενοςσυμπολιτευόμενος τύπος — проправительственная пресса


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "συμπολιτευόμενος" в других словарях:

  • συμπολιτευόμενος — συμπολιτεύω live as fellow citizens pres part mp masc nom sg συμπολῑτευόμενος , συμπολιτεύω live as fellow citizens pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβερνητικός — ή, ό (AM κυβερνητικός, ή, όν) [κυβερνώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυβέρνηση, στη διοίκηση ανθρώπων ή πολιτείας 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διακυβέρνηση πλοίου («ναυτικὸν μὲν καλοῡντας και κυβερνητικὸν και ἐπιστάμενον τὰ κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • ՄԻԱԿՐՕՆ — (ի, ից.) NBH 2 0266 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 11c ա. μονότροπος unius modi, unius sensus συμπολιτευόμενος simul vivens, conversans, contubernalis. Որոց մի է կրօն՝ պաշտօն՝ կարգ՝ քաղաքավարութիւն. համակրօն, եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • συμπολιτεύομαι — συμπολιτεύτηκα, συμπολιτευόμενος, αυτός που είναι με το μέρος του κόμματος που κυβερνά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»